Οι Γιαννάδες της Κέρκυρας, είναι από τα λίγα χωριά που σώζει την πατίνα του χρόνου. Ζωντανό και ακμαίο μεγαλοχώρι, συνεχίζει την ιστορία του που χάνεται στον μεσαίωνα (5ος - 15ος αι), συγκεκριμενοποιείται κατά την αναγέννηση (6ος - 17ος αι.) και τους πολύ σημαντικούς για την ανθρωπότητα μετέπειτα χρόνους.
Ήταν Ελντοράντο για τους Ανδεγαυούς (1267 - 1386), και όλους γενικά τους μετά της Σταυροφορίας τυχοδιώχτες της Ευρώπης (1204- 1386), χάρη στο πρινοκόκι (αλεύρι από βαλανίδι) που το εξήγαγαν για τη βυρσοδεψία. Γη Εδέμ για τους Βενετσιάνους (1387 - 1797), που ασχολήθηκαν με τις εμφυτεύσεις αμπελώνων και ελαιώνων, την αποξήρανση του έλους του Ρόπα και την καλλιέργεια του. Όμως συνέχισαν οι Γιαννάδες να είναι χώρος άγριας εκμετάλλευσης μέχρι τα χρόνια του Πολύχρονη Κωνσταντά (1866), του Κωνσταντίνου Ζαβιτσιάνου και του Ανδρέα Δενδρινού (Νόμοι 423/1924 και 1925). Πολιτικοί που φώναξαν μέσα στη βουλή των Ελλήνων: «Φτάνει πια. Η γη της Κέρκυρας ανήκει στους φυσικούς της ιδιοκτήτες».
Οι Γιαννάδες με τα κοντινά χωριά Μάρμαρο και Κανακάδες, υπήρξαν όχι απλώς περιφέρεια, αλλά το κέντρο της βαρονίας Βιάρα, γόνων των αλήστου μνήμης σταυροφόρων βασιλέων της Ιερουσαλήμ, που λόγω θηλυγονίας μεταβιβάστηκε η βαρονία τους στο γαμπρό τους Μάρκο Μαρτσέλλο, Βενετσιάνο φεουδάρχη, του οποίου ο εγγονός Άγγελος αναδείχτηκε σε «αυθέντη των Ενετικών καραβιών» και είχε μόνιμη έδρα της απέραντης και πλούσιας βαρονίας του τις Κανακάδες.
Οι κάτοικοι έζησαν κάτω από στεγνό φεουδαρχικό σύστημα. Η σημερινή γη τους απ' το λιβάδι ως το Γυάλι και απ' το Μάρμαρο ως τις 'Ερμονες είναι χαρτογραφημένη σε θαυμάσια επιπεδογραφήματα του μηχανικού Alessandro Ganassa, μέλους μιας στην κυριολεξία φαραωνικής Διοικητικής Υπηρεσίας των Μαρτσέλλο, που ασχολούνταν με τα κατάστιχα των καλλιεργητών, τους χάρτες των κτημάτων των εγκατεσπαρμένων σ' όλο το νησί και τις υπέγγυες υποχρεώσεις των δούλων χωρικών.
Στα τέλη της βενετοκρατίας (1783), όπως μας παραδίδει στα «Χρονικά του» ο Ν. Αρλιώτης, οι αγρότες της περιοχής αυτής και της ευρύτερης βρίσκονταν σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Στερούνταν ακόμη και λίγου αραποσιτιού, μολονότι το καλλιεργούσαν, για να φτιάξουν ένα καρβέλι μπαρμπαρέλας. Έτσι Γιανναδίτες Μαρμαριώτες, Κανακαδίτες, Λιαπαδίτες και Σκριπεριάτες έτρεξαν για έλεος στο Γενικό Προβλεπτή. Στη συνέχεια αφού δε βρήκαν ανταπόκριση, στράφηκαν κατά των ιδιοκτησιών των ευγενών. «Οι φαυλόβιοι» τότε, όπως τους αναφέρει ο Αρλιώτης της Μέσης και Γύρου έγιναν ένα με τους κατοίκους των Γιαννάδων - Μαρμάρου και Κανακάδων.
Οι Μαρτσέλλο, για τέλεια αφαίμαξη του χωριού, εκμεταλλεύονταν επίσης έναν από τους τέσσερις νερόμυλους των Ερμόνων και στο Βάτο, την πάμπλουτη εκκλησία με τα «κελιά της», του «Αγίου Γεωργίου του Υψηλού».
Ωστόσο για την τέλεια επιτήρηση του χωριού είχαν εγκατασταθεί εκεί και άλλοι αξιωματούχοι της Βενετικής Διοίκησης. Ανάμεσα τους ο κολονέλος Molari, μηχανικός στο επάγγελμα. Τα κτήματα του είναι καταγεγραμμένα στα κατάστιχα των Μαρτσέλλο, το δε σπίτι του είναι σχεδιασμένο σε χάρτη του 1764. Σήμερα είναι γνωστό ως αρχοντικό Πογιάγου. Ειδικότερα οι τελευταίοι Μολάρι πώλησαν την περιουσία τους στους εμπόρους Βαρθολομαίο και Φραγκίσκο Σκάρπα. Η απόγονος Ιωσηφίνα Γουλιέρμου Σκάρπα, σύζυγος του γιατρού Έκτορα Πογιάγου, πήρε ως προικιό τ' αρχοντικό και σήμερα το κατέχει η εγγονή καθ. του Παν. Νότιχαμ κ. Ιωάννα Σπ. Πογιάγου.
Πρόκειται για μια τέλεια αρχοντική αγρέπαυλη, που συνεχίζει να λειτουργεί με τη βενετσιάνικη εσωτερική της τάξη και τα παμπάλαια έπιπλα της. Αποτελείται από δύο διαφορετικά κτίσματα που ενώνονται με «στοώδη σπιτογέφυρα». Κάτω απ' το βόλτο της περνά δρομίσκος του χωριού. Τα δύο κτηριακά συγκροτήματα έχουν στα ημιυπόγεια τους αποθήκες λαδιού, κρασιού, ξυδιού και άλλων αγαθών. Λόγω του ανισόπεδου εδάφους από Ν.Δ. φαίνονται ισόγεια, από δε Β.Α. μονώροφα. Είναι φροντισμένα με πολύ προσοχή και κρατούν στο εσωτερικό τους όλη την αρχοντιά του παρελθόντος. Στα εξωτερικά τους, οι αύλειοι χώροι διατηρούν την αγία απλότητα της φύσης με μοναδικό στολίδι τ' αγριολούλουδα.
Μέσα στο χωριό μικρά και μεγάλα σπίτια οικογενειών, που αναπτύχθηκαν κατά την βενετοκρατία (ιερωμένων, συμβολαιογράφων, καπετάνιων) ή την αγγλοκρατία (μεσαίων γαιοκτημόνων) και μετά την Ένωση (1864) (εμπόρων, διδασκάλων κ.α) συνθέτουν μια αρχιτεκτονική με ξεχωριστό κερκυραϊκό χρώμα. Ένα τμήμα του οικισμού σκαρφαλωμένο στο καταπράσινο βουνό εποπτεύει τον Παντοκράτορα και η θέα γίνεται φανταστική προς τα ανατολικά με τα στενά της Κέρκυρας και την πόλη. Το άλλο τμήμα χαϊδεύει το λιβάδι του Ρόπα και είναι δεμένο με τις ποτιστικές καλλιέργειες.
Χάρη στην πνευματική καλλιέργεια των κατοίκων του, οι Γιαννάδες έχουν διατηρήσει το παραδοσιακό τους χαρακτήρα. Λίγες κακοφωνίες με κόκκινα κεραμίδια αλουμίνια και εκτός κερκυραϊκού κλίματος ξεχυτές μπαλκονιών δεν αναιρούν το υψηλό επίπεδο σεβασμού της παράδοσης και της ιστορίας.
Αυτός ακριβώς ο σεβασμός έχει διασώσει και τους αισθησιακούς αιωνόβιους ελαιώνες, οι οποίοι με τα κατάφυτα «γκρεμά» προς τη θάλασσα έχουν δώσει στους ξένους επισκέπτες την αίσθηση παραδείσου.
Δίκαια τα τελευταία χρόνια κατοικούν στις Γιαννάδες ξένοι υψηλής εισοδηματικής τάξης και εραστές της γαλήνης, αφομοιωμένοι από τους ντόπιους ειρηνικούς, προοδευτικούς κατοίκους.
Πηγή: Κωνσταντίνος Δ. Καραμούτσος
* Μερικά δημογραφικά στοιχεία για τις Γιαννάδες 1583 περίπου 153 κάτοικοι / το 1675 και 1693 περίπου 495 / το 1766 περίπου 570 / το 1781 περίπου 830 / το 1803 περίπου 540 / το 1824 περίπου 489 / το 1866, , περίπου 839/ το 1870 περίπου 899 / το 1879- 936 κατοίκους / το 1889 - 1080 κατοίκους το 1896 - 127 κατοίκους το 1907- 1195 κατοίκους το 1912 με το οικισμό Ρόπα αποτέλεσε κοινότητα με 1200 κατοίκους / το 1920 - 1334 κατοίκους / το 1928 - 1212 κατοίκους / το 1940 - 1218 κατοίκους / το 1951 - 1986 κατοίκους / το 1961 - 985 κατοίκους / το 1971- 831 κατοίκους / το 1981 - 723 κατοίκους /το 1991 - 798 κατοίκους / το 2001 όταν ιδρύθηκε ο Δήμος Παρελείων και οι Γιαννάδες ήταν έδρα του - 799 κατοίκους.
**Οι Γιαννάδες είναι ένα από τα 10 Δημοτικά Διαμερίσματα του Δήμου Παρελίων της Κέρκυρας.
*** Ο Γυάλις είναι ένας ονειρικός ορμίσκος επισκέψιμος προς το παρόν μόνο από τη θάλασσα. Πάνω του, απάτητα γκρεμά, που λόγω της μοναδικής βλάστησης αποδιώχνεται κάθε βαθμός υψοφoβίας. Αυτά λοιπόν τα απάτητα μέρη είχαν χαρτογραφηθεί από τον Alessandro Ganassa, σε σπάνια έγχρωμη παραστατική επιπεδογραφία, για να μην οικειοποιηθεί κάποιος χωρικός σπιθαμή γης της βαρονίας (βλέπε Φ. Ε Δ. στα Γ. Α. Κ)